- πραύνεσθαι
- πρᾱύ̱νεσθαι , πραύνωmake softpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek